Η διάθεση ενός ατόμου για φαγητό, η ποσότητα, η ποιότητα και η επιλογή της τροφής επηρεάζονται από παραμέτρους που δεν σχετίζονται απαραίτητα με τις φυσιολογικές του ανάγκες ή τη θρεπτική αξία της τροφής. Η ανθρώπινη συμπεριφορά προς το φαγητό επηρεάζεται σαφέστατα από εξωτερικά ερεθίσματα που αφορούν την τροφή, το σώμα, το κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον. Επηρεάζεται όμως άμεσα και από τα συναισθήματά μας.
Έρευνες
Η σχέση μεταξύ φαγητού, διατροφικής συμπεριφοράς, χαρακτηριστικών και συναισθημάτων του ατόμου έχει μελετηθεί από πολλές πλευρές. Οι μελέτες αυτές διακρίνονται σε δυο βασικές κατηγορίες: (α) σ’ αυτές που επικεντρώνονται στην επίδραση του συναισθήματος στη διατροφική συμπεριφορά και (β) σ’ αυτές που εξετάζουν την επίδραση της διατροφικής συμπεριφοράς στο συναίσθημα. Στο παρόν κείμενο εξετάζεται η επίδραση των συναισθημάτων και της ψυχικής μας κατάσταση στη διατροφική συμπεριφορά.
Διάθεση
Πλήθος μελετών έχουν εξετάσει την επίδραση της ψυχολογικής κατάστασης στην επιλογή της τροφής, την κατανάλωση του φαγητού και τα χαρακτηριστικά της διατροφικής συμπεριφοράς. Τα αρνητικά συναισθήματα επιφέρουν αύξηση της κατανάλωσης πρόχειρου φαγητού, σε αντίθεση με τα αντίστοιχα θετικά που αυξάνουν τις υγιεινές επιλογές. Ωστόσο, πρόσφατη έρευνα υποδεικνύει ότι τα γεύματα που καταναλώθηκαν είτε σε θετική ή αρνητική διάθεση, ήταν σημαντικά μεγαλύτερα από αυτά που πραγματοποιήθηκαν υπό ουδέτερες συνθήκες. Αναφέρεται μάλιστα ότι η καλή διάθεση έχει αναλογικά μεγαλύτερη επιρροή στην διατροφική συμπεριφορά σε σχέση με την κακή.
Φυσιολογία
Συγκεκριμένα συναισθήματα όπως ο θυμός, ο φόβος, η λύπη, η χαρά, αλλά και όσα διαρκούν περισσότερο ή είναι πιο διάχυτα ή κρυφά (π.χ. πένθος, κατάθλιψη), επηρεάζουν ολόκληρη τη διαδικασία της σίτισης/ πέψης. Επηρεάζουν δηλαδή τον αντίκτυπο του φαγητού στην ψυχολογία μας, την επιλογή της τροφής, τη διάθεση για φαγητό, τη μάσηση, την ταχύτητα του γεύματος, την ποσότητα φαγητού που καταναλώνεται, την πέψη και το μεταβολισμό των θρεπτικών συστατικών. Το στρες μπορεί να προκαλέσει φυσιολογικές αλλαγές στον άνθρωπο, καθυστερώντας τη μεταφορά της τροφής κατά μήκος του γαστρεντερικού συστήματος, αλλά και την απορρόφηση της γλυκόζης, μετά από ένα γεύμα. Έρευνες υποδεικνύουν αλλαγές στη λήψη/ κατανάλωση τροφής υπό συνθήκες συναισθηματικού στρες (αύξηση όρεξης ή κατανάλωσης στο 30% μ.ο. των εθελοντών και αντίστοιχη μείωση στο 48% αυτών). Επιδημιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι η παρουσία φαγητού λόγω στρες σχετίζεται με αυξημένο σωματικό βάρος.
Επίδραση συναισθήματος
Η ανία, η κατάθλιψη και η κόπωση φαίνεται ότι οδηγούν σε κατανάλωση αυξημένης ποσότητας φαγητού. Αντίθετα αποτελέσματα αναφέρονται υπό συνθήκες άγχους, έντασης και πόνου, όταν και μειώνεται σημαντικά η κατανάλωση και η διάθεση για φαγητό. Η αποστροφή του φαγητού, που απαντάται συνήθως σε μικρές ηλικίες, συνεισφέρει στη διατήρηση παθολογικών διατροφικών προτύπων και εμποδίζει σημαντικά κάθε προσπάθεια εξομάλυνσης της διατροφικής συμπεριφοράς. Επίσης, φαίνεται ότι ο θυμός, ο φόβος και η λύπη προκαλούν αύξηση παρορμητικού φαγητού (δηλαδή γρήγορο, ακανόνιστο και απρόσεχτο φαγητό, ανεξάρτητο από το είδος της τροφής), προσπάθεια ελέγχου της διάθεσης μέσω της τροφής και μειώνουν την ευχαρίστηση που προσφέρει το φαγητό. Στον αντίποδα, η χαρά αυξάνει το ηδονικό φαγητό (δηλαδή την τάση να τρώει κάποιος για να απολαύσει την τροφή) και την κατανάλωση υγιεινών τροφίμων.
Η επίδραση του συναισθήματος στο φαγητό μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως εξής:
-
το συναίσθημα που προκύπτει από το οπτικό ερέθισμα της τροφής επηρεάζει την επιλογή του φαγητού,
-
τα έντονα συναισθήματα μειώνουν την κατανάλωση φαγητού,
-
τα συναισθήματα μέτριας έντασης επηρεάζουν την κατανάλωση τροφής ανάλογα με το κίνητρο για φαγητό (restrained/ emotional/ binge/ normal eaters, βλ. παρακάτω),
-
τα ήπια συναισθήματα δεν φαίνεται να επηρέαζουν τη διαδικασία του φαγητού.
Τύπος συμπεριφοράς
Η επιστημονική βιβλιογραφία υποστηρίζει ότι η παρουσία αρνητικών συναισθημάτων επιδρά διαφορετικά σε κάθε τύπο διατροφικής συμπεριφοράς:
(α) όσοι περιορίζουν την κατανάλωση φαγητού υπό το φόβο του πάχους (restrained eaters) αυξάνουν την πρόσληψη τροφής,
(β) όσοι τρώνε ανάλογα με τη διάθεσή τους (emotional eaters) καταναλώνουν περισσότερα γλυκά και λιπαρά τρόφιμα,
(γ) όσοι τσιμπολογούν πολύ (binge eaters) τείνουν να υπερβάλουν στο φαγητό τους, ενώ
(δ) τα άτομα φυσιολογικού βάρους, που η αυτοπεριοριστική και η βάσει συναισθήματος διατροφική τους συμπεριφορά κυμαίνεται σε φυσιολογικά πλαίσια (normal eaters), συνήθως μειώνουν το φαγητό όταν βιώνουν αρνητικά συναισθήματα.
Ωστόσο, φαίνεται πως τα αρνητικά συναισθήματα εμπλέκονται τόσο με αύξηση όσο και με μείωση της διάθεσης για φαγητό και της κατανάλωσης αυτού. Γεγονός που υπερθεματίζει την ιδιαιτερότητα και την πολυπλότητα του καθενός μας.
Ερμηνεία
Η επιρροή των συναισθημάτων στην ποιότητα και την ποσότητα του φαγητού ερμηνεύεται συχνά από δυο διαφορετικές επιδράσεις: τρώμε (α) ανάλογα με τα συναισθήματά μας, αλλά και (β) για να επηρεάσουμε/ αλλάξουμε τη διάθεσή μας. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, τα θετικά συναισθήματα αυξάνουν και τα αρνητικά μειώνουν τη διάθεση για φαγητό και την αντλούμενη ευχαρίστηση από αυτό. Πρόσφατη έρευνα προτείνει ότι τα θετικά συναισθήματα μπορούν να αυξήσουν την πρόσληψη τροφής, μέσω ενός γνωστικού μηχανισμού που συσχετίζει τη χαρά με την κατανάλωση περισσότερο φαγητού. Στα πλαίσια μιας συναισθηματικά ευχάριστης περίστασης, είναι αντιληπτό ότι θα φάμε και καταναλώσουμε περισσότερο αλκοόλ, απ’ ότι συνήθως.
Ο έλεγχος του συναισθήματος μέσω του φαγητού, προϋποθέτει ότι κάποιος ξεκινά να φάει για να μειώσει την ένταση μιας δυσάρεστης ψυχολογικής κατάστασης (mood control eating), π.χ. όταν κάποιος αποφασίζει να φάει παγωτό για να ανακουφίσει τη λύπη. Άλλωστε είναι τυπική η εικόνα ένος ατόμου που ξεσπά στο γλυκό (ή και στο φαγητό), νιώθοντας λύπη, μοναξιά, απόρριψη ή ματαίωση.
Σε κάθε περίπτωση, η συναισθηματική μας κατάσταση επηρεάζει σε σημαντικό βαθμό το τι θα επιλέξουμε να φάμε, το πώς θα το φάμε, αλλά και το τι θα μας προκαλέσει. Κάθε προσπάθεια να ελέγξουμε το συναίσθημα με το φαγητό (ή το γλυκό), υποδηλώνει συνήθως μεταβίβαση των ευθυνών στο πιάτο μας. Η αναζήτηση ανακούφισης ή καταφύγιου σε μια μεγάλη μερίδα, δεν επιλύει κανένα από τα όποια ανοικτά ζητήματα έχουμε. Αντίθετα, αποφεύγοντας το πρόβλημα, μειώνεται σταδιακά η αυτοκυριαρχία και η αυτοεκτίμησή μας, βιώνουμε τύψεις (για τις αποφάσεις που δεν πήραμε εγκαίρως) και ξεκινά ένας ακόμη φαύλος κύκλος, που περνά συνεχώς από το πιάτο μας.
Το φαγητό όμως δεν είναι, ούτε θα πρέπει να είναι, το πρόβλημα. Είναι τα βιώματα και τα υποκείμενα ανοικτά ζητήματα του καθενός, που μεταβάλλουν, έστω και υποσυνείδητα, τη διατροφική συμπεριφορά. Είναι σαν βλέπουμε ένα παιδάκι με ιλαρά: το πρόβλημα δεν είναι (μόνο) το εξάνθημα, αλλά το ότι το παιδί νοσεί…
Γιώργος Μίλεσης, MSc
Διαιτολόγος – Διατροφολόγος