Μια αρκετά πολύπλοκη σχέση συνδέει τη θυρεοειδική νόσο, το σωματικό βάρος και το μεταβολικό μας ρυθμό. Οι θυρεοειδικές ορμόνες ρυθμίζουν το μεταβολικό ρυθμό, σε ανθρώπους και ζώα, όπως αυτός καθορίζεται από τη μέτρηση της ποσότητας οξυγόνου που χρησιμοποιείται από το σώμα για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Αν η μέτρηση γίνει σε συνθήκες ηρεμίας, προκύπτει ο βασικός μεταβολικός ρυθμός (Β.Μ.Ρ.). Οι ασθενείς με υπολειτουργία του θυρεοειδούς αδένα, βρέθηκαν να έχουν μειωμένο βασικό μεταβολικό ρυθμό. Τα μειωμένα επίπεδα θυρεοειδών ορμονών στο αίμα συσχετίστηκαν επίσης με μειωμένο μεταβολικό ρυθμό.
Αυξομείωση
Η διαφοροποίηση του βασικού μεταβολικού ρυθμού συνεπάγεται μεταβολή στο ενεργειακό ισοζύγιο, που ισοδυναμεί στη διαφορά της ενέργειας (θερμίδες) που τρώμε με την ενέργεια που δαπανά το σώμα μας. Αν ο Β.Μ.Ρ. αυξηθεί φαρμακευτικά (π.χ. αμφεταμίνες), δημιουργείται έλλειμμα στο ενεργειακό ισοζύγιο, όποτε μειώνεται το σωματικό βάρος. Κάπως έτσι προέκυψε το συμπέρασμα ότι η μεταβολή στα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών, επιφέρει αλλαγή στο ενεργειακό ισοζύγιο, άρα και στο σωματικό βάρος. Ωστόσο, αυτό είναι το ένα σκέλος της υπόθεσης. Για παράδειγμα, όταν σε ζώα ο μεταβολικός ρυθμός μειώνεται (π.χ. με μείωση της σωματικής θερμοκρασίας), αυτά δεν αυξάνουν το σωματικό βάρος τους όπως θα αναμενόταν.
Ισοζύγιο ενέργειας
Η σχέση μεταβολικού ρυθμού, βάρους και ενεργειακού ισοζυγίου είναι αρκετά πολύπλοκη. Υπάρχουν αρκετές ορμόνες, εκτός από τις θυρεοειδικές, πρωτεΐνες και άλλες ουσίες που επηρεάζουν επίσης την ενεργειακή δαπάνη του σώματός μας, την πρόσληψη τροφής και το σωματικό βάρος. Επειδή λοιπόν όλοι αυτοί οι παράγοντες αλληλεπιδρούν τόσο με εγκεφαλικά κέντρα που ρυθμίζουν την ενεργειακή δαπάνη, όσο και με περιφερικούς ιστούς που ελέγχουν ενεργειακή δαπάνη και πρόσληψη, δεν γίνεται να προβλεφθεί το αποτέλεσμα, στο σωματικό βάρος ως σύνολο, αν αλλάξουμε έναν μόνο παράγοντα (π.χ. θυρορμόνη). Βέβαια, από τη στιγμή που ο Β.Μ.Ρ. μειώνεται σε ασθενείς με υποθυρεοειδισμό, κατά κανόνα αυξάνεται μέτρια και το σωματικό βάρος. Αυξάνεται όμως περισσότερο σε ασθενείς με πιο σοβαρό υποθυρεοειδισμό. Η αιτία, υπό συνθήκες υποθυρεοειδισμού, είναι επίσης πολύπλοκη και δεν σχετίζεται πάντα με συσσώρευση λίπους.
Τι είναι το επιπλέον βάρος;
Το μεγαλύτερο ποσοστό του βάρους, που αυξήθηκε, σε υποθυρεοειδικούς ασθενείς οφείλεται σε συσσώρευση αλατιού και νερού. Μεγάλη αύξηση σωματικού βάρους σπάνια συσχετίστηκε με υποθυρεοειδισμό. Συνήθως, αποδίδονται 2,5-5 κιλά σε υπολειτουργία του θυρεοειδή αδένα, ανάλογα με τη σοβαρότητα του υποθυρεοειδισμού. Αν η αύξηση βάρους είναι ο μοναδικό σύμπτωμα, τότε είναι πολύ δύσκολο να οφείλεται στο θυρεοειδή αδένα.
Θυρορμόνη και βάρος
Από τη στιγμή λοιπόν που το αυξημένο βάρος, σε συνθήκες υπολειτουργίας του θυρεοειδούς, οφείλεται σε συσσώρευση αλατιού και νερού, η θεραπεία συνεπάγεται μικρή απώλεια βάρους – συνήθως λιγότερο από 10% του αρχικού βάρους. Θεωρητικά, η χορήγηση θυρορμόνης σε ενδεδειγμένη δόση θα πρέπει να επιφέρει επαναφορά του βάρους στα επίπεδα που βρισκόταν, πριν εμφανιστεί υποθυρεοειδισμός. Ωστόσο, καθώς ο υποθυρεοειδισμός έχει εδραιωθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν διαγνωσθεί, είναι πολύ συχνό το βάρος να παραμένει σχεδόν αμετάβλητο με τη θεραπεία. Αν λοιπόν όλα τα συμπτώματα υποχώρησαν με τη θεραπεία, εκτός από το βάρος, είναι πολύ δύσκολό το επιπλέον αυτό βάρος να οφείλεται αποκλειστικά στο θυρεοειδή αδένα. Θεωρείται μάλιστα ότι αν οι τιμές των θυρεοειδικών ορμονών στο αίμα επανέλθουν σε φυσιολογικά επίπεδα, η ικανότητα του ασθενούς να μειώνει ή να αυξάνει το βάρος του είναι παρόμοια ενός ατόμου χωρίς τέτοια προβλήματα.
Οι θυρορμόνες χρησιμοποιήθηκαν παλαιότερα ως βοήθημα απώλειας βάρους. Πλήθος μελετών έδειξαν ότι η υπερβολική θυρορμόνη μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερη απώλεια βάρους απ’ ότι η δίαιτα από μόνη της. Ωστόσο, όταν η χορήγησή της σταματήσει, το βάρος επιστρέφει στα προηγούμενα επίπεδα. Επιπλέον, προκαλείται απώλεια μυϊκής πρωτεΐνης και αυξάνεται σημαντικό ο κίνδυνος μεταβολικών νοσημάτων.
Τι προτείνεται;
Πρώτα απ’ όλα λοιπόν, απαιτείται σωστή υποκατάσταση των θυρεοειδικών ορμονών, ώστε να επανέλθουν εντός των φυσιολογικών ορίων. Ακολούθως, συστήνεται περιορισμός των προσλαμβανόμενων από τη διατροφή λιπαρών: οι περισσότεροι οργανισμοί υγείας συντείνουν στο ότι από τα λιπαρά θα πρέπει να προέρχεται το πολύ το 30% των θερμίδων ημερησίως. Επιπλέον, οι βιταμίνες του συμπλέγματος Β, οι βιταμίνες Α, C και Ε, αλλά και ο ψευδάργυρος διαδραματίζουν κάποιο ρόλο σε συνθήκες υποθυρεοειδισμού. Πράγμα που σημαίνει ότι είναι πολύ σημαντικό να διατηρούμε ισορροπημένη διατροφή. Τέλος, η (σχεδόν) καθημερινή άσκηση, κατά προτίμηση αερόβια, αποδεικνύεται ευεργετική. Αυξάνει αφενός την αιματική κυκλοφορία, αφετέρου δε συμμετέχει στην καλύτερη διαχείριση του σωματικού μας λίπους.
Γιώργος Μίλεσης, MSc
Διαιτολόγος – Διατροφολόγος