Θεωρείται ότι το φαγητό έχει 3 ρόλους. Ο κύριος είναι ο θρεπτικός ρόλος, που είναι πολύ σημαντικός για την επιβίωση μας. Ο δεύτερος είναι η ικανοποίηση των αισθητήριων, που αφορά τη γεύση, την υφή και τη μυρωδιά των τροφίμων. Ο τελευταίος ρόλος αφορά φυσιολογικές λειτουργίες, όπως η ρύθμιση του βιορυθμού, της γήρανσης, της ανοσοποίησης του οργανισμού κ.α. Σε αυτά τα πλαίσια, τα θρεπτικά συστατικά της τροφής μπορούν να επηρεάσουν σε σημαντικό βαθμό τις αντιδράσεις – και τη διάθεση – υπό συνθήκες πίεσης.

 

Σεροτονίνη

Υπό συνθήκες stress παρατηρείται αυξημένη δραστηριότητα των σεροτονεργικών νευρώνων στον εγκέφαλο, ενώ η δραστηριότητά τους μειώνεται σε διαταραχές διάθεσης ή κατάθλιψη. Με άλλα λόγια, η αύξηση δραστηριότητας του κεντρικού σεροτονεργικού συστήματος θεωρείται η βιολογική μας απάντηση στο stress και την, προκαλούμενη από αυτό, κατάθλιψη.

Εξάντληση

Καθώς η αυξημένη σεροτονεργική δραστηριότητα προκαλεί αυξημένη αποδόμηση σεροτονίνης, η συνεχής παρουσία stress μπορεί να επιφέρει έλλειψη αυτού του νευροδιαβιβαστή, καθώς ο ρυθμός αποδόμησης υπερβαίνει τον αντίστοιχο σύνθεσης. Κατά συνέπεια, η απόδοση και η διάθεση μας επιδεινώνονται. Εξάντληση του πρόδρομου της σύνθεσης σεροτονίνης, της τρυπτοφάνης, παρατηρήθηκε σε άτομα με ιστορικό κατάθλιψης.

Υδατάνθρακες

Μια αύξηση των επιπέδων τρυπτοφάνης στον εγκέφαλο, όπως αυτή που προκαλείται από την κατανάλωση ενός γεύματος πλούσιου σε υδατάνθρακες/φτωχού σε πρωτεΐνη, προκαλεί με τη σειρά της αυξημένη έκκριση σεροτονίνης στις νευρικές συνάψεις. Αυτή η αλλαγή του νευροχημικού σήματος παρέχει στον εγκέφαλο άμεση πληροφόρηση για τη θρεπτική κατάσταση και τη σύνθεση του τελευταίου γεύματος σε μακροθρεπτικά συστατικά. Έτσι, ο εγκέφαλος χρησιμοποιεί την πληροφορία για να αποφασίσει τι θα πρέπει να φάει μετά.

Ινσουλίνη

Οι εδώδιμοι υδατάνθρακες ενισχύουν τα επίπεδα τρυπτοφάνης στον εγκέφαλο. Η ινσουλίνη επηρεάζει έμμεσα τα επίπεδα τρυπτοφάνης, καθώς μειώνει σημαντικά τα επίπεδα των μεγάλων-ουδέτερων αμινοξέων, που ανταγωνίζονται με την τρυπτοφάνη κατά μήκος του αιματοεγκεφαλικού φραγμού. Αυτή η μείωση επιτρέπει σε μεγαλύτερη ποσότητα τρυπτοφάνης να περάσει στον εγκέφαλο. Οι εδώδιμες πρωτεΐνες μπορούν επίσης να αυξήσουν τα επίπεδα τρυπτοφάνης στο πλάσμα. Ωστόσο, επειδή η τρυπτοφάνη είναι το λιγότερο συχνό αμινοξύ στα πρωτεϊνικά μόρια, η προκύπτουσα αύξηση είναι μικρή.

 Απώλεια

Κλινικά στοιχεία υποδεικνύουν ότι το περιβαλλοντικό stress σχετίζεται με την έναρξη κατάθλιψης και σχιζοφρένιας, ενώ επιδεινώνει την πορεία της νόσου. Μεταξύ ατόμων που βιώσαν νωρίς την απώλεια ενός γονιού, αυτοί που ανέπτυξαν μια ψυχοπαθολογία είχαν υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης και β-ενδορφίνης πλάσματος, σε σχέση με αυτούς που δεν είχαν κάποιο ψυχοπαθολογικό ιστορικό. Η σοβαρότητα της απώλειας είναι ισχυρός παράγοντας πρόγνωσης ψυχοπαθολογικών συμπτωμάτων κατά την ενήλικη ζωή. Επιπλέον, όσα παιδιά δεν προσαρμόστηκαν καλά στην απώλεια, είχαν αυξημένη ενεργοποίηση του άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων, σε συνθήκες ηρεμίας, κατά την ενήλικη ζωή.

 Κορτιζόλη

Αρκετές μελέτες έχουν δείξει ότι άτομα υπο χρόνιο stress τείνουν να αυξάνουν το βάρος τους με τα χρόνια, λόγω ενδοκρινικών αλλαγών σχετιζόμενων με stress και αντισταθμιστικών διατροφικών συμπεριφορών. Υπάρχει μάλιστα η θεωρία ότι η αυξημένη δραστικότητα της κορτιζόλης μπορεί να οδηγήσει σε κατανάλωση φαγητού, μετά από στρεσογόνο περιστατικό.

Ανορεκτική επίδραση

Θεωρητικά, η κατανάλωση φαγητού μειώνεται υπό συνθήκες stress εξαιτίας των ανορεκτικών επιδράσεων της ορμόνης έκκρισης κορτικοτροπίνης (CRH), ενώ αυξάνεται κατά την ανάκαμψη λόγω των ορεξιογόνων ιδιοτήτων της παραμένουσας κορτιζόλης.

Ορεξιογόνος επίδραση

Η κορτιζόλη παίζει σημαντικό ρόλο, καθώς αυξάνει τη διαθέσιμη για το σώμα ενέργεια, μέσω λιπόλυσης και γλυκονεογένεσης. Τα γλυκοκορτικοειδή αντίστοιχα, οδηγούν σε υπερφαγία και αύξηση βάρους. Όσοι αντιδρούν έντονα στην έκκριση κορτιζόλης φάνηκε πως καταναλώνουν περισσότερες θερμίδες σε μια δύσκολη μέρα, ενώ τρώνε και σημαντικά περισσότερα γλυκά στις μέρες αυτές. Επίσης, σε απάντηση στην κακή διάθεση, φαίνεται πως αυξάνεται η κατανάλωση φαγητού.

 Ωστόσο, βρέθηκε αδύναμη συσχέτιση μεταξύ κορτιζόλης και ενεργειακής πρόσληψης. Είναι πιθανό η κορτιζόλη να αντανακλά ή να ρυθμίζει άλλους παράγοντες ανταπόκρισης στο stress, όπως η λεπτίνη, το νευροπεπτίδιο Υ (NPY), η γαλανίνη ή κυτταροκίνες που επηρεάζουν πιο άμεσα την όρεξη. Η κορτιζόλη αφετέρου φαίνεται να αμβλύνει το όριο ευαισθησίας της γεύσης.

Οπότε…

Φαίνεται πως η μη φυσιολογική έκκριση ορμονών, όπως η σεροτονίνη και η κορτιζόνη, μπορεί να επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τη διατροφική μας συμπεριφορά, κυρίως γιατί μας στερεί τη δυνατότητα επιλογής: ωθούμαστε σε παρορμητικό φαγητό που σκοπό έχει αποκλειστικά την ανακούφιση του άγχους και της κακής ψυχολογικής διάθεσης. Αντίδραση τόσο κοινή, που συχνά τη… βαφτίζουμε ως «λαιμαργία» ή «λιχουδιά». Στην πραγματικότητα όμως, κάτω από το χαλί κρύβεται σημαντικό πρόβλημα διαχείρισης του άγχους και συνολικά των αρνητικών συναισθημάτων.

Γιώργος Μίλεσης, MSc

Κλινικός Διαιτολόγος Διατροφολόγος

georgemiles9@gmail.com; milesis@diatistrofis.gr