Ένα παχύσαρκο άτομο δεν διατρέχει αναπόφευκτα αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου και θανάτου, σύμφωνα με νέα βρετανική μελέτη που δημοσιεύεται στο επιστημονικό έντυπο Journal of Clinical Endocrinology & Metabolism.
«Αυτοί που κινδυνεύουν πραγματικά είναι εκείνοι με παχυσαρκία και άλλους μεταβολικούς παράγοντες κινδύνου» υπογραμμίζεται στο συμπέρασμα της μελέτης. Σε κάθε περίπτωση η έρευνα έρχεται να επιβεβαιώσει παλαιότερα στοιχεία που ορίζουν ως μεταβολική υγεία τα φυσιολογικά όρια δεικτών όπως η χοληστερόλη, η αρτηριακή πίεση, το σάκχαρο του αίματος και η C-αντιδρώσα πρωτεΐνη.
«Οι άνθρωποι με καλή μεταβολική υγεία δεν διατρέχουν κίνδυνο μελλοντικών καρδιακών προβλημάτων, ακόμη και αν είναι παχύσαρκοι. Αντίθετα, οι μη παχύσαρκοι αλλά με κακή μεταβολική υγεία, διατρέχουν όμοιους κινδύνους με ανθρώπους που η υγεία τους δεν είναι σε καλή κατάσταση», διευκρινίζεται στα πορίσματα της μελέτης.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Λονδίνου με επικεφαλής τον Δρ Μάρκ Χάμερ έθεσαν υπό ιατρική παρακολούθηση περισσότερους από 22.000 μεσήλικες που είχαν πάρει μέρος σε εθνικές μελέτες για την υγεία, στην Αγγλία και τη Σκοτία.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες τα αποτελέσματα δείχνουν ότι μεταβολικοί παράγοντες μπορεί να παίζουν σημαντικό ρόλο στην πρόγνωση του ατομικού κινδύνου εκδήλωσης καρδιαγγειακής νόσου, σε βαθμό μεγαλύτερο από το ίδιο το περιττό βάρος.
Από κλινική οπτική, η κατηγοριοποίηση των ατόμων σύμφωνα με το μεταβολικό τους προφίλ μπορεί να συντελέσει στον εντοπισμό εκείνων (παχύσαρκων και μη) που θα πρέπει να λάβουν φαρμακευτική αγωγή ή να κάνουν διατροφικές αλλαγές και γυμναστική.
«Ενθαρρύνουμε τα παχύσαρκα άτομα να χάσουν βάρος για την υγεία τους, αλλά κάποια μέριμνα θα πρέπει να ληφθεί και για τον τρόπο που εμείς (οι γιατροί) ελέγχουμε τους ασθενείς για τους μεταβολικούς κινδύνους», εξηγεί ο Δρ Χαμερ.
Ένας ενήλικας που έχει δείκτη μάζας σώματος 30 και άνω θεωρείται παχύσαρκος. Ο φυσιολογικός ΔΜΣ είναι μεταξύ 18,5 και 24,9, ενώ όταν είναι μεταξύ 25 και 29,9 το άτομο θεωρείται υπέρβαρο.
Η έρευνα
Για την μελέτη, ο Δρ Χάμερ και οι συνεργάτες του μελέτησαν στοιχεία για τον ΔΜΣ των συμμετεχόντων και τα μεταβολικά προφίλ τους, ενώ τους έθεσαν υπό ιατρική παρακολούθηση για επτά χρόνια, κατά μέσο όρο. Στην συνέχεια κατέγραψαν πόσοι συμμετέχοντες είχαν αποβιώσει κατά τη διάρκεια της έρευνας και από ποια αίτια.
Αξίζει να σημειωθεί ότι κανείς εκ των συμμετεχόντων δεν είχε καρδιαγγειακή νόσο στην αρχή της μελέτης.
Σχεδόν το ένα τέταρτο των ατόμων ήταν παχύσαρκα, και λίγο λιγότεροι από το ένα τέταρτο θεωρήθηκαν «μεταβολικά υγιείς παχύσαρκοι», δηλαδή δεν είναι μη φυσιολογική αρτηριακή πίεση, χοληστερόλη, σάκχαρο αίματος ή φλεγμονές.
Κατά τη διάρκεια της μελέτης, περισσότεροι από 600 συμμετέχοντες απεβίωσαν από καρδιαγγειακά αίτια και 1.800 από άλλες αιτίες.
Τα παχύσαρκα άτομα με καλή μεταβολική υγεία δεν διέτρεχαν μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου από καρδιαγγειακή υγεία, συγκριτικά με τους μεταβολικά υγιείς ανθρώπους που δεν ήταν παχύσαρκοι.
Ωστόσο, τόσο οι μη παχύσαρκοι όσο και οι παχύσαρκοι συμμετέχοντες με κακή μεταβολική υγεία είχαν 59% και 64% αντίστοιχα αυξημένο κίνδυνο θανάτου από καρδιακή νόσο, συγκριτικά με υγιή άτομα με κανονικό βάρος.
Μεταξύ των μεταβολικά μη υγιών ατόμων, οι μη παχύσαρκοι είχαν υψηλά ποσοστά υπέρτασης και φλεγμονής, συγκριτικά με τα μη υγιή παχύσαρκα άτομα.
Τα μεταβολικά μη υγιή παχύσαρκα άτομα είχαν 72% υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από μη καρδιακά αίτια, συγκριτικά με ανθρώπους που είχαν καλή υγεία.
Τα παραπάνω συμπεράσματα ίσχυαν ακόμη και όταν συνεκτιμήθηκαν η ηλικία, το φύλο, το κάπνισμα, η σωματική δραστηριότητα και η κοινωνικό-οικονομική κατάσταση του κάθε ανθρώπου.
Το ίδιο συνέβη και όταν οι ερευνητές χρησιμοποίησαν την περίμετρο της μέσης για να καθορίσουν τον δείκτη παχυσαρκίας αντί για τον ΔΜΣ.
Πηγή: health.in.gr
www.myhnews.gr