Νεότερα ερευνητικά δεδομένα ενισχύουν την ανάγκη για εξατομικευμένη προσέγγιση στην αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου ΙΙ, σύμφωνα με τη μελέτη«Living Diabetes» (Ζώντας με το Διαβήτη), που δημοσιεύεται με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Διαβήτη (14/11).
Ο διαβήτης προσβάλλει 366 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως, και το 90% έως 95% των διαγνωσμένων περιπτώσεων αφορούν διαβήτη τύπου ΙΙ. Σύμφωνα με τη Διεθνή Ομοσπονδία για το Διαβήτη (IDF), ο αριθμός των ατόμων που ζουν με διαβήτη αναμένεται να αγγίξει τα 552 εκατομμύρια έως το 2030.
Τα αποτελέσματα της παγκόσμιας έρευνας Living Diabetes έδειξαν ότι υπάρχει ανάγκη για μια εξατομικευμένη προσέγγιση όσον αφορά στην αντιμετώπιση του διαβήτη τύπου ΙΙ. Πρέπει δηλαδή να λαμβάνονται υπόψιν παράγοντες όπως ο τρόπος ζωής, το επάγγελμα και το ωράριο εργασίας οι οποίοι, όπως προκύπτει από την έρευνα, δεν συζητούνται τακτικά μεταξύ ιατρών και ασθενών.
Η ερευνα «Living Diabetes» 2012 διενεργήθηκε διαδικτυακά από την εταιρεία Bryter μεταξύ 27 Ιουνίου και 10 Αυγούστου 2012, σε οκτώ χώρες, μεταξύ αυτών στην Αυστραλία, Κίνα, Γερμανία, Ινδία, Μεξικό, Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε 807 συνεντεύξεις συνολικά συμμετείχαν νοσοκομειακοί ιατροί (διαβητολόγοι, παθολόγοι διαβητολόγοι, ενδοκρινολόγοι), γενικοί παθολόγοι (ιατροί πρωτοβάθμιας περίθαλψης και οικογενειακοί ιατροί) και 899 ενήλικες που είχαν διαγνωσθεί με διαβήτη τύπου ΙΙ.
Σύμφωνα με την έρευνα:
•Όταν οι ασθενείς ρωτήθηκαν σχετικά με την τελευταία φορά που παρουσίασαν υπογλυκαιμία, 44% εξ αυτών απάντησαν ότι ήταν εν ώρα εργασίας. Επίσης, ένα τέταρτο (25%) των ασθενών πάντοτε/συχνά ή μερικές φορές παρέλειπαν γεύματα εξαιτίας του επαγγέλματός τους και του ωραρίου εργασίας τους.
•Το 76% των ασθενών δεν θυμούνταν να έχουν συζητήσει για το επάγγελμα και το ωράριο εργασίας τους στην εξέταση ρουτίνας.
•Επιπλέον, σχεδόν τα δύο τρίτα (64%) των ασθενών δεν θυμούνταν να έχουν συζητήσει με το γιατρό τους για τη συναισθηματική υγεία τους.
«Ο διαβήτης είναι ένα κυρίαρχο παγκόσμιο ζήτημα δημόσιας υγείας -με τους μισούς περίπου ασθενείς να μην επιτυγχάνουν επαρκή ρύθμιση του σακχάρου του αίματος», σημειώνει ο Δρ Γουάσιμ Χάνιφ, επίτιμος ανώτερος Λέκτορας στον τομέα Διαβήτη και Ενδοκρινολογίας στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Μπίρμινγκχαμ, και πρόεδρος της Συντονιστικής Επιτροπής Living Diabetes που επέβλεψε την έρευνα. «Προς διευκόλυνση της αντιμετώπισης του διαβήτη, οι γιατροί και οι ασθενείς πρέπει να συζητούν σχετικά με τους παράγοντες που μπορούν να επηρεάσουν τη ρύθμιση του σακχάρου του αίματος. Ένας ασθενής με διαβήτη που εργάζεται σε νυχτερινό ωράριο χρειάζεται διαφορετικό θεραπευτικό σχήμα από έναν ασθενή που έχει συνταξιοδοτηθεί ή εργάζεται την ημέρα, για παράδειγμα».
Η Σημασία της Αναγνώρισης των Χαμηλών Επιπέδων Σακχάρου στο Αίμα
Η έγκαιρη και αποτελεσματική διαχείριση του σακχάρου του αίματος αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για ένα επιτυχές θεραπευτικό σχήμα. Είναι επίσης σημαντικό να αποφεύγονται υπογλυκαιμικά επεισόδια, τα οποία ορισμένες φορές μπορεί να οδηγήσουν σε λιποθυμία και σε σοβαρότερες περιπτώσεις σε απώλεια συνείδησης, σπασμούς ή επιληπτικές κρίσεις που απαιτούν άμεση αντιμετώπιση.
Για άτομα με διαβήτη τύπου ΙΙ, πολυάριθμοι παράγοντες που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής και ορισμένες φαρμακευτικές αγωγές για το διαβήτη, συνιστούν γνωστούς κινδύνους για χαμηλά επίπεδα σακχάρου στο αίμα. Ωστόσο, σχεδόν οι μισοί (48%) από τους συμμετέχοντες στην έρευνα δήλωσαν ότι δεν συζητούν με το γιατρό τους για τις επιλογές φαρμακευτικής αγωγής στην εξέταση ρουτίνας.
Η ρύθμιση του σακχάρου του αίματος συνεχίζει να αποτελεί πρόκληση για τα άτομα με διαβήτη.
Σύμφωνα με την έρευνα:
•το 53% των ασθενών δήλωσαν ότι έχουν βιώσει συμπτώματα υπογλυκαιμίας τουλάχιστον μία φορά1, ωστόσο μόνο 37% ανέφεραν ότι έχουν συζητήσει το θέμα της υπογλυκαιμίας με το γιατρό τους κατά τη διάρκεια των εξετάσεων ρουτίνας.
•Το 28% των ασθενών δήλωσαν ότι ο γιατρός τους δεν είχε συζητήσει ποτέ μαζί τους για τα προειδοποιητικά συμπτώματα της υπογλυκαιμίας.
•Σχεδόν ένα τρίτο (31%) ανέφεραν ότι ο γιατρός τους ποτέ δεν είχε συζητήσει μαζί τους για τους τρόπους μείωσης του κινδύνου υπογλυκαιμίας.
•Περισσότεροι από τους μισούς (57%) ασθενείς ανέφεραν ότι θα ήθελαν να είχαν λάβει περισσότερες πληροφορίες από το γιατρό τους σχετικά με τις ενδείξεις και τα συμπτώματα της υπογλυκαιμίας.
Απαραίτητη η Εστίαση και στις Καρδιοπάθειες
Τα άτομα με διαβήτη τύπου ΙΙ διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο καρδιοπάθειας και εμφράγματος. Το σάκχαρο του αίματος (HbA1c), η αρτηριακή πίεση και τα επίπεδα χοληστερόλης θα πρέπει επίσης να ρυθμίζονται ως μέρος του θεραπευτικού σχήματος για το διαβητικό ασθενή. Σχεδόν οι μισοί (45%) από τους ασθενείς ανέφεραν ότι δεν συζητούν με το γιατρό τους για τα επίπεδα χοληστερόλης στην εξέταση ρουτίνας1, και 30% των ασθενών σπάνια είχαν συζητήσει ή δεν είχαν συζητήσει καθόλου για τους παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιοπάθειας.
«Η αντιμετώπιση του διαβήτη και ο καρδιαγγειακός κίνδυνος είναι αλληλένδετα, καθώς η καρδιοπάθεια και το έμφραγμα αποτελούν κύριες επιπλοκές του διαβήτη», προσθέτει ο Δρ Χασιφ. «Οι ασθενείς θα πρέπει να συζητήσουν με το γιατρό τους και να θέσουν στόχους όσον αφορά στα επίπεδα σακχάρου στο αίμα τους, την αρτηριακή πίεση και τη χοληστερόλη, καθώς και να αναπτύξουν ένα εξατομικευμένο θεραπευτικό σχήμα που είναι κατάλληλο για αυτούς».
Πηγή: health.in.gr
www.myhnews.gr