Επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει μειωμένο κίνδυνο πολλών μορφών καρκίνου, σε συνάρτηση με υψηλά επίπεδα βιταμίνης D στον ορό του αίματος. Φαίνεται ότι η τελευταία μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου.
Φυσικές πηγές βιταμίνης D αποτελούν τα λιπαρά ψάρια (σολομός, σαρδέλες, τόνος, κολιός, χέλι), τα αυγά, το μοσχαρίσιο συκώτι, τα ιχθυέλαια, τα μανιτάρια, η μαγιά, τα εμπλουτισμένα με βιταμίνη D γάλα και δημητριακά πρωινού.
Έγινε συστηματική ανασκόπηση – μετανάλυση των μελετών παρατήρησης που συσχετίζουν τα επίπεδα της 25-υδροξυβιταμίνης D στον ορό επίπεδο και την επίπτωση καρκίνων του ορθού, του μαστού, του προστάτη και του παχέος εντέρου. Η βιβλιογραφική αναζήτηση αφορά τις μελέτες μέχρι και το Δεκέμβριο 2009, χωρίς περιορισμό γλώσσας. Η ανάλυση της μετα-παλινδρόμησης έγινε για τον υπολογισμό δοσοεξαρτώμενων αποτελεσμάτων.
Επειδή σε μελέτες ασθενών-μαρτύρων, η 25-υδροξυ-βιταμίνη D ορού μετράται μετά τη διάγνωση του καρκίνου, είχαν γίνει ξεχωριστές αναλύσεις για τις ελεγχόμενες προοπτικές μελέτες. Εντοπίστηκαν 35 ανεξάρτητες μελέτες. Οι επτά μελέτες που αφορούσαν αδενώματα του παχέος εντέρου ήταν ετερογενείς, από την άποψη του τελικού σημείου και του ελέγχου για μείζονες συγχυτικούς παράγοντες, οπότε δεν συμπεριληφθήκαν στη μετανάλυση.
Ο συνολικός σχετικός κίνδυνος (SRR), με 95% διάστημα εμπιστοσύνης, για μια αύξηση 10 ng/ml 25-υδροξυ-βιταμίνης D στον ορό, ήταν 0,85 (0,79; 0,91) για καρκίνο του παχέος εντέρου (2.630 περιπτώσεις σε 9 μελέτες). Με άλλα λόγια, κάθε φορά που τα επίπεδα της βιταμίνης D αυξάνονταν κατά 10 ng/ml, ο κίνδυνος μειωνόταν κατά 15 %.
Αντίστοιχα ο σχετικός κίνδυνος ήταν 0,89 (0,81; 0,98) για τον καρκίνο του μαστού (6.175 περιπτώσεις σε 10 μελέτες) και 0,99 (0,95; 1,03) για καρκίνο του προστάτη (3.956 περιπτώσεις σε 11 μελέτες). Για τον καρκίνο του μαστού, οι μελέτες ασθενών-μαρτύρων (3.030 περιπτώσεις) είχαν σημαντικούς περιορισμούς και πέτυχαν SRR 0,83 (0,79; 0,87), όταν ο SRR στις προοπτικές μελέτες (3.145 περιπτώσεις) ήταν 0,97 (0,92; 1,03).
Για τον καρκίνο του παχέος εντέρου και του μαστού, οι διαφορές μεταξύ των ασθενών και μη την εποχή της ανάληψης του αίματος, στο υπερβολικό βάρος ή στην έλλειψη σωματικής δραστηριότητας, δεν μπορούν να εξηγήσουν τα αποτελέσματα.
Εν κατακλείδι, βρέθηκε μια αντίστροφη σχέση μεταξύ των επίπεδων 25-υδροξυβιταμίνης D ορού και καρκίνου του παχέος εντέρου. Επίσης βρέθηκε μικρή – αλλά μη στατιστικά σημαντική – σχέση των επιπέδων βιταμίνης D με τον καρκίνου του μαστού.
Γιώργος Μίλεσης, MSc
Κλινικός Διαιτολόγος Διατροφολόγος
georgemiles9@gmail.com