Οι περισσότεροι από εμάς σίγουρα έχουν γίνει δέκτες ή μάρτυρες δηλώσεων διαμαρτυρίας (ή και φιλοφρονήσεων), προερχόμενων κυρίως από το γυναικείο φύλο, μέσω εκφράσεων του τύπου: «Τι ανάγκη έχεις εσύ, εσύ είσαι άντρας, σιγά μην παχύνεις!» ή «εσύ δεν έχεις πρόβλημα, έχεις καλό μεταβολισμό όπως όλοι οι άντρες». Κατά πόσο όμως, ανάλογα σχόλια αντανακλούν στην πραγματικότητα την τάση για εμφάνιση παχυσαρκίας και το ρόλο της άσκησης, στα δύο φύλα;
Ξεκινώντας από τα βασικά, με τον όρο «πάχυνση» εννοούμε την πρόσληψη βάρους που έγκειται κατά κύριο λόγο στη συσσώρευση λίπους στις αντίστοιχες αποθήκες του σώματος. Πράγματι, η τάση που εμφανίζουν τα κορίτσια να συσσωρεύουν περισσότερο λίπος από τα αγόρια σχετίζεται με την «έκρηξη» ανάπτυξης στην εφηβεία. Έτσι, ενώ η αύξηση λίπους και στα δύο φύλα γίνεται κατά την έναρξη της ήβης, αργότερα στα αγόρια σταματά και μπορεί να επανέρχεται προσωρινά. Εντούτοις, στα κορίτσια συνεχίζεται καθ’ όλη την εφηβεία. Παράλληλα, τα αυξημένα επίπεδα τεστοστερόνης των αγοριών, τους αποδίδουν και μεγαλύτερη μυϊκή μάζα (αυξάνεται μέχρι και το 20ο έτος της ηλικίας), ενώ η αύξηση οιστραδιόλης στο πλάσμα συμπίπτει με την διόγκωση του στήθους, τη διεύρυνση των ισχίων και την αύξηση του σωματικού λίπους στα κορίτσια. Ο συνδυασμός των παραπάνω γεγονότων, αντιπροσωπεύει την αισθητή μείωση (-4%) σωματικού λίπους των αγοριών και την αντίστοιχη αύξηση (+8%) του σωματικού λίπους των κοριτσιών, κατά την απαρχή της εφηβείας.
Το τελικό αποτέλεσμα κυρίως της επίδρασης του διαφορετικού γενετικού συστήματος είναι οι εμφανείς και πολυεπίπεδες διαφορές μεταξύ των δύο φύλων. Έτσι, οι άνδρες φέρουν αυξημένη φυσική διάσταση (> 7-10 %), μεγαλύτερη περιφέρεια ωμικής ζώνης, στενότερη λεκάνη, μακρύτερα άκρα και φαρδύτερους ώμους σε αντίθεση με τις γυναίκες. Τα χαρακτηριστικά αυτά συνεισφέρουν στη μεγαλύτερη ενεργειακή (δηλαδή θερμιδική) δαπάνη κατά την ηρεμία ή την άσκηση στους άνδρες. Τα υψηλότερα επίπεδα τεστοστερόνης δικαιολογούν την αυξημένη μυϊκή μάζα των αντρών έναντι των γυναικών, δίνοντας τους έτσι ένα μικρό προβάδισμα στις «καύσεις» αλλά και στην ικανότητα επιτέλεσης έργου, όπως θα δούμε παρακάτω. Επιπλέον, οι άντρες παρουσιάζουν μικρότερες συγκεντρώσεις μυοκυτταρικών τριγλυκεριδίων (MCTG), όπως και χαμηλότερα επίπεδα υποδόριου λίπους και συνολικού σωματικού λίπους (15% έναντι 25% των γυναικών, κατά μέσο όρο). Ακολούθως, τροποποιούνται και ορισμένες ιδιαιτερότητες του μεταβολισμού μας.
Η έννοια του μεταβολισμού πολλές φορές χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το σημαντικότερο τμήμα αυτού, (χωρίς αυτό να είναι απολύτως σωστό), δηλαδή το βασικό μεταβολικό ρυθμό (ΒΜR), ή διαφορετικά το μεταβολισμό ηρεμίας. Ο τελευταίος επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, κυριότεροι από τους οποίους είναι η ηλικία (αυξημένο ΒΜR κατά την ανάπτυξη, μείωση κατά 5% περίπου για κάθε επόμενη δεκαετία), το φύλο (όντως, οι άντρες παρουσιάζουν υψηλότερο ΒΜR κυρίως λόγω της αυξημένης μυϊκής μάζας, σε αντίθεση με τις γυναίκες) και η αυτούσια ποσότητα της μυϊκής μάζας, καθώς άτομα που γυμνάζονται και έχουν περισσότερο μυϊκό ιστό έχουν και υψηλότερο βασικό μεταβολικό ρυθμό σε σχέση με άτομα που δεν ασκούνται, ανεξαρτήτως φύλου.
Με απλά λόγια οι «βασικές καύσεις» του σώματος μας είναι παρόμοιες για τα δύο φύλα, ανά κιλό μάζας μυϊκού ιστού (ο οποίος είναι και ο πιο ενεργός μεταβολικά ιστός). Άρα οι άντρες έχουν ένα μικρό προβάδισμα αφού φέρουν και περισσότερη μυϊκή μάζα. Παράλληλα, οι γυναίκες παρουσιάζουν μικρότερη ικανότητα επιτέλεσης μεγάλου φόρτου εργασίας -άρα και ενεργειακής δαπάνης- σε σχέση με τους άντρες. Δηλαδή ένας άντρας σηκώνοντας πχ. περισσότερα κιλά ή καλύπτοντας την ίδια απόσταση με μια γυναίκα «καίει» και περισσότερες θερμίδες, αφού σε κάθε περίπτωση παράγει μεγαλύτερο έργο («κουβαλάει» περισσότερα κιλά). Ακόμα, οι δράσεις της προγεστερόνης και των οιστρογόνων σχετίζονται άμεσα με τις φυσιολογικές διαδικασίες που επισέρχονται στο γυναικείο σώμα, όπως η εμμηναρχή, η κύηση και η εμμηνόπαυση και αντανακλούν συν τοις άλλοις τις διακυμάνσεις του βάρους και του ποσοστού σωματικού λίπους. Ακόμα και στην περίοδο της εμμηνόπαυσης, έχει παρατηρηθεί ότι η έλλειψη πλέον της προστατευτικής δράσης (σε ότι αφορά στον σωματότυπο) των οιστρογόνων, επιτρέπει ή και προωθεί την «ανδροειδούς τύπου» πάχυνση, τη συσσώρευση δηλαδή λίπους κεντρικά στο σώμα (ενδοκοιλιακό ή περισπλαχνικό λίπος).
Όμως, οι παραπάνω φυσικές αλλαγές δεν συνεισφέρουν τόσο στις συχνές και μεγάλες μεταβολές στο βάρος -καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής- των γυναικών, όσο οι συνηθισμένες διατροφικές υπερβολές, καθώς και οι «μοντέρνες», αυστηρές και «ανορθόδοξες» δίαιτες που μετέπειτα ακολουθούνται, για λόγους κυρίως αισθητικούς. Η συστηματική, διαδοχική πρόσληψη και απώλεια αρκετών κιλών (ανακύκλωση βάρους ή γιο γιο), αποδεδειγμένα δυσχεραίνει το μεταβολισμό και συνεισφέρει στην ανάπτυξη κεντρικής παχυσαρκίας. Η κεντρική ή ανδροειδούς τύπου παχυσαρκία αποτελεί και τον πιο επικίνδυνο για την υγεία τύπο παχυσαρκίας, αφού προωθεί την εμφάνιση καρδιαγγειακών επιπλοκών και μεταβολικών διαταραχών όπως η μειωμένη ευαισθησία στην ινσουλίνη.
Η αλήθεια είναι ότι το βάρος μας εξαρτάται από το αντίστοιχο ενεργειακό ισοζύγιο (θετικό ισοζύγιο = απόκτηση βάρους, αρνητικό ισοζύγιο = απώλεια βάρους). Η θερμιδική πρόσληψη είναι η μια πλευρά του ισοζυγίου ενέργειας, επομένως οι διατροφικοί παράγοντες είναι προφανώς υποψήφιοι παράγοντες κινδύνου παχυσαρκίας και στα δύο φύλα. Αντίθετα, η ενεργειακή κατανάλωση («ξόδεμα» ενέργειας) διαμέσου κυρίως της φυσικής δραστηριότητας κατέχει ένα εξίσου σημαντικό ρόλο στην προστασία ή στην εμφάνιση παχυσαρκίας, είτε στο αντρικό είτε στο γυναικείο πληθυσμό, με τον πρώτο να ευνοείται -εκ φύσεως-στην ικανότητα «καύσεων», εν γένει.
Δυστυχώς όμως, ζούμε σε ένα «παχυσαρκογόνο» περιβάλλον, το οποίο ενθαρρύνει την κατανάλωση περισσότερης ενέργειας από την αναγκαία, ευνοεί την καθιστική ζωή και αποτρέπει την αύξηση της φυσικής δραστηριότητας. Η καθημερινότητα μας χαρακτηρίζεται από την αφθονία τροφής συνήθως μειωμένης θρεπτικής αξίας, την αλόγιστη κατανάλωση τυποποιημένων τροφίμων πλούσιων σε κορεσμένο λίπος και ζάχαρη, την αύξηση μεγέθους των μερίδων, τα συχνά γεύματα εκτός σπιτιού κ.α. Η εικόνα ολοκληρώνεται με την ολοένα και πιο συστηματική χρήση των Ι.Χ., την καθημερινή δουλειά γραφείου, τις αυξημένες ώρες τηλεόρασης και άλλων «καθιστικών» συμπεριφορών. Τέλος, ο μειωμένος χρόνος, η έλλειψη χώρου και κυρίως διάθεσης για εκγύμναση βάζουν το κερασάκι στην τούρτα.
Από την άλλη μεριά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν την πολύπλευρη προσωπικότητα και τις πολλαπλές ευθύνες της γυναίκας σήμερα (ως μητέρα, σύζυγος, επαγγελματίας, νοικοκυρά), εύκολα θα υπέθετε κανείς ότι το γυναικείο φύλο είναι πιο ευπαθές στους παράγοντες που παρεμβάλλονται στον έλεγχο του βάρους αλλά και στη ψυχολογική κατάσταση. Από όλα τα παραπάνω, προκύπτει ότι στις γυναίκες είναι μεγαλύτερο το ενδεχόμενο από ότι στους άντρες, να συντηρείται ένα θετικό ισοζύγιο ενέργειας που σταδιακά θα οδηγήσει στην κτήση πρόσθετων κιλών.
Συμπερασματικά λοιπόν, πέρα από τη φύση της γυναίκας, θα λέγαμε ότι η προοπτική μιας εικόνας σώματος που μας ευχαριστεί, περνάει μέσα από τις επιλογές και τις προτεραιότητες μας. Υιοθετώντας σωστές διατροφικές συνήθειες και διατηρώντας καλή φυσική κατάσταση διαμέσου συστηματικής άσκησης, θα μάθουμε να αγαπάμε το σώμα μας και αυτό τον εαυτό μας. Άλλωστε για όλα τα υπόλοιπα, δικαιωματικά το γυναικείο φύλο χαρακτηρίζεται ως το «ωραίο φύλο».
Πέτσιος Δημήτριος MSc
Κλινικός Διαιτολόγος-Διατροφολόγος
info@diatistrofis.gr