Η λήψη μιας πολυβιταμίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης σχετίζεται με τον μειωμένο κίνδυνο ανάπτυξης διαταραχών από το φάσμα του αυτισμού (ASD) στα παιδιά, αναφέρει μια νέα μελέτη. Ωστόσο οι ερευνητές προειδοποιούν ότι τα αποδεικτικά στοιχεία δεν επαρκούν ακόμη για την αλλαγή πολιτικών ή πρακτικών υγειονομικής περίθαλψης.
Ενώ η τρέχουσα μελέτη δεν μπορεί να δημιουργήσει μια σχέση αιτίου- αποτελέσματος, η ομάδα η οποία βρίσκεται πίσω από τη δημοσίευση αναφέρει ότι θέτει ερωτήματα σχετικά με τη συσχέτιση και δικαιολογεί περαιτέρω διερεύνηση.
Περισσότερες πληροφορίες είναι απαραίτητες. H μελέτη BMJ:
Με επικεφαλής την Dr Elizabeth DeVilbiss από το τμήμα επιδημιολογίας και βιοστατικής στο πανεπιστήμιο Drexel, η ομάδα ανέλυσε στοιχεία περισσότερα από 270.000 ζεύγη μητέρων και παιδιών που ζουν στη Σουηδία.
Μετά την προσαρμογή για πολλούς πιθανούς συγχυτικούς παράγοντες τόσο στις μητέρες όσο και στα παιδιά, η ομάδα ανέφερε ότι η χρήση πολυβιταμινών, με ή χωρίς πρόσθετο σίδηρο ή/ και φολικό οξύ, σχετίζεται με τη χαμηλότερη πιθανότητα εμφάνισης παιδικής ASD με νοητική υστέρηση σε σχέση με μητέρες που δεν χρησιμοποίησαν φολικό οξύ, σίδηρο και πολυβιταμίνες.
«Παρατηρήσαμε μια πιθανή αντίστροφη συσχέτιση μεταξύ της χορήγησης συμπληρωματικών πολυβιταμινών στη μητέρα και της εμφάνισης ASD με νοητική υστέρηση στους απογόνους», κατέληξε η ομάδα, η οποία σημείωσε ότι μεταξύ πολλών ερωτημάτων που εξακολουθούν να υπάρχουν είναι εάν η συσχέτιση αναφέρεται στον αυτισμό ή αν αντανακλά τον κίνδυνο της νοητικής υστέρησης το οποίο χρειάζεται να διερευνηθεί σε μελλοντικές έρευνες.
«Δεδομένης της τρέχουσας αντίληψης και της ισχύος των αποδεικτικών στοιχείων που υποστηρίζουν τη σημασία των διατροφικών συμπληρωμάτων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αυτά τα αποτελέσματα από μόνα τους δεν θα πρέπει να αλλάξουν την τρέχουσα πρακτική», ανέφεραν.
«Ωστόσο ,αυτά τα ευρήματα θέτουν ερωτήματα που δικαιολογούν την έρευνα», πρόσθεσε η DeVilbiss και οι συνάδελφοι της , σημειώνοντας ότι δεν υπάρχει ακόμα ένα επαρκές σύνολο μηχανιστικών στοιχείων που να υποστηρίζουν τη διαπίστωση.
Συσχέτιση αυτισμού
Η διαταραχή του φάσματος του αυτισμού περιλαμβάνει μια σειρά από καταστάσεις , συμπεριλαμβανομένου και του συνδρόμου Asperger, οι οποίες επηρεάζουν την κοινωνική αλληλεπίδραση, τα ενδιαφέροντα , την επικοινωνία και την συμπεριφορά ενός ατόμου.
Εκτιμάται ότι περίπου ένας στους εκατό ανθρώπους στο Ηνωμένο Βασίλειο εκδηλώνει κάποια διαταραχή του φάσματος αυτισμού (ASD) , με περισσότερα αγόρια διαγνωσμένα με την πάθηση από τα κορίτσια.
Προηγούμενη έρευνα έχει δείξει ότι η ASD πιθανότατα αναπτύσσεται στη μήτρα και ότι η διατροφή της μητέρας κατά την διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να ασκήσει θετική επίδραση στην εκδήλωση της ασθένειας. Ωστόσο, όπως δήλωσε η ομάδα, τα αποτελέσματα αυτών των μελετών ήταν ασυνεπή, υποδηλώνοντας ότι και άλλοι συγχυτικοί παράγοντες , όπως η γενική υγεία κα ο τρόπος ζωής της μητέρας, θα μπορούσαν επίσης να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο .
Η μελέτη των πολυβιταμινών
Η ομάδα αποφάσισε να αξιολογήσει κατά πόσο η λήψη θρεπτικών συστατικών με τη μορφή συμπληρωμάτων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να σχετιστεί με την μείωση εκδήλωσης του κινδύνου ASD , με και χωρίς την ανάπτυξη νοητικής υστέρησης, χρησιμοποιώντας τρείς αναλυτικές μεθόδους σε δείγμα 273.107 ζευγαριών μητέρων – παιδιών που ζουν στη Στοκχόλμη της Σουηδίας.
Οι γυναίκες ανέφεραν τη χρήση φυλλικού οξέος, σιδήρου και πολυβιταμινούχων συμπληρωμάτων κατά την πρώτη τους προγεννητική επίσκεψη και εντοπίστηκαν περιπτώσεις διαταραχών του φάσματος του αυτισμού σε παιδιά από εθνικά μητρώα.
Η ανάλυση δεν έδειξε ακριβής στοιχεία ότι είτε η χρήση σιδήρου είτε φολικού οξέος συσχετίστηκε με τη μείωση του κίνδυνο ASD .
Τα αποτελέσματα από ποικίλες αναλύσεις φάνηκαν να ταιριάζουν μεταξύ τους, πρόσθεσε η ομάδα -γεγονός που υποδηλώνει ότι η συσχέτιση μεταξύ των πολυβιταμινών και της ASD ενδέχεται να μην εξηγηθεί πλήρως λόγω συγχύσεων.
« Μαζί οι τρείς αναλύσεις φαίνεται να δείχνουν προς μια πιθανή αντίστροφη συσχέτιση μεταξύ της χρήσης πολυβιταμινών με ASD με νοητική υστέρηση» γράφει η ομάδα.
Εντούτοις σημείωσαν αρκετούς περιορισμούς της μελέτης, όπως το ενδεχόμενο σύγχυσης και δυσκολίας στην εκτίμηση του τύπου, του χρόνου και της δόσης των συμπληρωμάτων.
Ο DeVilbiss και οι συνάδελφοί του πρόσθεσαν ότι, δεδομένης της ισχύος των αποδεικτικών στοιχείων τα οποία υποστηρίζουν τη σημασία της λήψης διατροφικών συμπληρωμάτων κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης για άλλες καταστάσεις , είναι αδύνατο να φανταστούμε ότι τα τρέχοντα αποτελέσματα θα επηρεάσουν την πολιτική ή την πρακτική.
Ωστόσο σημειώνουν ότι τα αποτελέσματα «θέτουν ερωτήματα που δικαιολογούν την έρευνα» και ζητούν επαλήθευση σε τυχαιοποιημένες μελέτες.
Προσαρμογή:
Παναγιώτα Βαρσαμά
Τελειόφοιτη Επιστήμης Διατροφής – Διαιτολογίας