Η «λαχτάρα για φαγητό» (food craving) συνιστά ηδονική απάντηση στην κατανάλωση τροφής και χαρακτηρίζεται από την ένταση και την εξειδίκευσή της. Πρόσφατη μελέτη έδειξε ότι η λαχτάρα για γλυκό συνδέεται στενά με το τσιμπολόγημα και το συναίσθημα ανίας, πολύ διαφορετικά όμως από την πείνα. Τα επεισόδια αυτά φαίνεται να σχετίζονται περισσότερο με παρορμητική κατανάλωση φαγητού και υπερφαγία, σαν «παραβιάσεις» του συνήθους διατροφικού μοτίβου.
Είναι εξαιρετικά συχνή και αφορά την πλειοψηφία των νεαρών ενηλίκων. Οι Gendall και συνεργάτες βρήκαν ότι το 58% τυχαίου δείγματος ανέφερε ανάλογη αναζήτηση φαγητού, το οποίο όμως μειωνόταν στο 52% όταν εξαιρέθηκε η περίοδος της εγκυμοσύνης.Η προσπάθεια περιορισμού κάποιου τροφίμου θεωρείται ότι σχετίζεται με αύξηση αναζήτησης της μη διαθέσιμης αυτής τροφής. Η σχέση αυτή υποδηλώνει την ύπαρξη υποκείμενων ψυχολογικών, γνωσιακών και συμπεριφορικών διαδικασιών. Μεταξύ αυτών δεσπόζουν η αντίδραση στο (οπτικό/ οσφρητικό) ερέθισμα και η συναισθηματική δυσφορία.
Αρέσκεια
Η επιθυμία για συγκεκριμένα τρόφιμα συνδέεται στενά με την τροφική αρέσκεια, από τη στιγμή που τα πιο επιθυμητά τρόφιμα (όπως η σοκολάτα) είναι ιδιαίτερα εύγεστα. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν συνεπάγεται αυξημένη κατανάλωση τροφής. Τρώμε συχνά χωρίς καν να απολαμβάνουμε το φαγητό, ενώ ακόμα και το τρόφιμο που λαχταρούμε, δεν το καταναλώνουμε πάντα.
Πείνα
Παρόμοια, η πείνα δεν είναι προϋπόθεση για την αναζήτηση «αγαπημένου» τροφίμου. Αντίθετα, υπάρχει στενός δεσμός μεταξύ της διάθεσης μας και της λαχτάρας για φαγητό. Η τελευταία, είναι πιθανό να οδηγήσει κάποιες φορές σε επεισόδια υπερφαγίας, υπό συνθήκες αρνητικής διάθεσης (παρά πείνας). Το φαγητό δεν είναι εθιστικό με την πραγματική έννοια, καθώς τα συστατικά του είναι απαραίτητα για να διατηρηθούμε στη ζωή. Αλλά και οι θεωρίες που εξηγούν τη λαχτάρα για φαγητό, ελάχιστη σχέση έχουν με τον εθισμό σε αλκοόλ ή νικοτίνη. Σαν συμπεριφορά συνδυάζει την έντονη επιθυμία με την αναζήτηση πολύ συγκεκριμένου τροφίμου.
Ένταση και είδος τροφίμου
Διάφοροι παράγοντες όπως το φύλο, η ηλικία, η εμμηνορρυσία και η κουλτούρα μπορούν να επηρεάσουν την ένταση αλλά και το είδος του τροφίμου που θα «επιθυμήσουμε». Η ένταση της επιθυμίας, αφετέρου, εξαρτάται από την ικανότητά μας να οπτικοποιήσουμε το φαγητό και να φανταστούμε την οσμή του. Από τους 130 συμμετέχοντες σε μελέτη, μόνο 2 δεν μπόρεσαν να θυμηθούν ανάλογο περιστατικό αναζήτησης φαγητού, ποσοστό ιδιαίτερα εντυπωσιακό.
Η λαχταρά για σοκολάτα βρέθηκε ότι είναι η πιο κοινή, περίπου το 49% των περιπτώσεων, ακολουθεί η λαχτάρα για «κάτι γλυκό» (16%), ενώ για δημητριακά/ αρτοποιήματα ή πικάντικά τρόφιμα είναι η λιγότερο συχνή (12%). Επιπλέον, η αναζήτηση συγκεκριμένων τροφίμων αυξάνεται πολύ (~66%) πριν την εμμηνορρυσία. Η αναζήτηση γλυκού φαίνεται πως είναι πιο συχνή στις γυναίκες, αλλά μειώνεται με την ηλικία. Επιπλέον, έρευνα σε Αιγύπτιους ενήλικες απεκάλυψε το ρόλο της κουλτούρας στην «επιλογή» αγαπημένου τροφίμου. Οι εθελοντές φάνηκε ότι προτιμούσαν περισσότερο τα πικάντικά τρόφιμα σε σχέση με τα γλυκά. Κάτι που αντιτίθεται στην κυρίαρχη λαχτάρα για σοκολάτα που απαντάμε στην Ευρώπη και τη Βόρειο Αμερική.
Δίαιτα και αυτοπεριορισμός
Σε μελέτη μεγάλου δείγματος, το 15% των εθελοντών που ανέφερε ότι έκανε δίαιτα αδυνατίσματος, ήταν πιο πιθανό να επιθυμήσει φαγητό. Σε συνθήκες υπογλυκαιμίας, όπως όταν το στομάχι παραμένει άδειο για πολλές ώρες, φαίνεται ότι αυξάνεται η συχνότητα, η ένταση, η δυσκολία αγνόησης της επιθυμίας και η επιθυμία για συγκεκριμένα τρόφιμα (ειδικά όσα είναι πλούσια σε υδατάνθρακες).
Όσοι ακολουθούν μια δίαιτα αδυνατίσματος, συνήθως δεν στερούνται ενέργεια από τα τρόφιμα, αλλά συγκεκριμένα τρόφιμα που απολαμβάνουν. Με τον τρόπο αυτό μειώνεται η ποικιλία της διατροφής τους, σε βαθμό που η μονοτονία και ο αυτοπεριορισμός να προκαλούν επεισόδια επίμονης αναζήτησης των τροφίμων αυτών. Η σοκολάτα φαίνεται να είναι το πιο κοινό αντικείμενο του πόθου, αφού αφορά το 35% των περιπτώσεων. Βρέθηκε, μάλιστα, ότι μεγαλύτερη ποσότητα σοκολάτας καταναλώνεται με αφορμή μια γευστική δοκιμή. Τα έντονα αυτοπεριοριζομένα άτομα είχαν μεγαλύτερη επιθυμία για σοκολάτα, κάτι που δεν ισχύει για τη βανίλια, το ψωμί ή το κοτόπουλο.
Έλεγχος σκέψης
Όταν λειτουργούμε υπό πίεση, είναι πιο πιθανό να υποκύψουμε στον «πειρασμό», παρότι προσπαθούμε να το αποφύγουμε. Υπό συγκεκριμένες συνθήκες, η προσπάθεια απόσπασης της σκέψης από συγκεκριμένο τρόφιμο, το κάνει πιο ελκυστικό. Πρόσφατη έρευνα έδειξε ότι ο περιορισμός φαγητού αυξάνει τις σκέψεις για το απαγορευμένο φαγητό και, σε κάποιες περιπτώσεις, την ίδια την επιθυμία για φαγητό. Βρέθηκε επίσης, ότι η πιθανότητα κατανάλωσης, π.χ. σοκολάτας, μετά το πέρας της δοκιμασίας αυξάνει σημαντικά την ικανότητα του ατόμου να περιορίζει τη σκέψη/ ανάκληση της σοκολάτας. Με άλλα λόγια, η προσμονή της ανταμοιβής μας κάνει πιο αποτελεσματικούς στον αυτό-έλεγχο.
Οπτικό ερέθισμα
Η εικόνα του φαγητού θεωρείται σημαντικό κομμάτι της γνωσιακής – συναισθηματικής θεωρίας. Η οσμή, η γεύση, η υφή, η αίσθηση ή ακόμα και ο ήχος (π.χ. κρασί, αναψυκτικά) του φαγητού καθορίζουν εν μέρει τη στάση μας έναντι του φαγητού και «συμμετέχουν» στην εκδήλωση κάθε αδηφαγικού επεισοδίου. Η πιο συχνή ανάκληση φαγητού αφορά κατά σειρά πλήρη γεύματα, fast-food και λιγότερο γλυκά. Βρέθηκε επιπλέον, ότι η ένταση αναζήτησης φαγητού σχετίζεται μόνο με την πίεση του αίματος, αν και η θέα του φαγητού επηρεάζει και την γαστρεντερική δραστηριότητα. Ειδικότερα, στη θέα επιθυμητού τροφίμου, π.χ. σοκολάτα, φαίνεται πως μειώνεται ο καρδιακός ρυθμός, σε άτομα με συχνά επεισόδια αδηφαγίας.
Συναισθηματική κατάσταση
Τόσο όμως η συχνότητα, όσο και η ένταση, της επιθυμίας σχετίζονται ισχυρά με τα συναισθήματα μας. Προκύπτει ότι άτομα που βιώνουν επεισόδια συναισθηματικού φαγητού, έχουν υψηλά επίπεδα καθημερινού άγχους ή ανίας. Επιπλέον, είναι πιο πιθανό να εμφανιστεί επιθυμία για κάποια τρόφιμα, υπό αρνητική διάθεση. Εδώ και πολλά χρόνια, υπάρχει η υπόθεση πως κάποια άτομα επιλέγουν και καταναλώνουν τρόφιμα για να ελέγξουν ακούσια τη διάθεσή τους. Να βελτιώσουν, με άλλα λόγια, την αρνητική τους διάθεση ή να ανακουφιστούν από την επίμονη παρουσία άγχους.
Είναι πιθανό, η βελτίωση της διάθεσής μας μεταγευματικά να εξαρτάται από την ένταση της αρνητικής διάθεσης αρχικά, αλλά και τη συμπεριφορά που ακολουθεί την κατανάλωση του φαγητού. Φαίνεται δε πως η διάθεση βελτιώνεται μόνο όταν δεν ακολουθεί βουλιμική/ αδηφαγική κατανάλωση φαγητού. Όταν δηλαδή δεν προκύπτουν ενοχές για την υπερκατανάλωση φαγητού και την απώλεια του αυτο-ελέγχου.
Γιώργος Μίλεσης, MSc
Κλινικός Διαιτολόγος Διατροφολόγος
georgemiles9@gmail.com