Η τροφική νεοφοβία συχνά περιγράφεται ως απροθυμία ή αποφυγή κατανάλωσης νέων τροφίμων. Η πρώιμη εργασία του Rozin, το 1979, περιέγραψε έναν εξελικτικό μηχανισμό επιβίωσης που βοηθά τα παιδιά να αποφύγουν την κατανάλωση τοξικών ή άλλων επιβλαβών ουσιών. Η συμπεριφορά αυτή εκδηλώνεται βαθμιαία από τη στιγμή που τα παιδιά αρχίζουν να διαλέγουν από μόνα τους το φαγητό, χωρίς γονεϊκή επίβλεψη. Για να αποφύγουν λοιπόν τη βρώση δηλητηριωδών φυτών, τα παιδιά απορρίπτουν εκ γενετής την πικρή γεύση. Παρόμοια κατάσταση είναι το «επιλεκτικό φαγητό» (picky eating), που εκτός από την απροθυμία να δοκιμάσει νέα τρόφιμα, περιλαμβάνει αποφυγή μίας ομάδας τροφίμων, αλλά και ισχυρή προτίμηση στον τρόπο προετοιμασίας και παρουσίασης του φαγητού. Παραμένει ωστόσο αδιευκρίνιστο αν τα νεοφοβικά παιδιά αρνούνται να δοκιμάσουν οποιοδήποτε μη οικείο τρόφιμο ή αν κάποια τρόφιμα είναι απλά πιο πιθανό να απορριφθούν.
Ηλικία
Υποστηρίζεται ότι η νεοφοβική συμπεριφορά μειώνεται όσο το παιδί μεγαλώνει. Μεγάλο κομμάτι της επιστημονικής βιβλιογραφίας αναφέρει ότι η νεοφοβία αυξάνει απότομα από τη στιγμή που το παιδί αρχίζει να κινείται (μόνο του) και κορυφώνεται μεταξύ 2-6 ετών. Στη συνέχεια μειώνεται σταδιακά, μέχρι που φθάνει στο ναδίρ της, κατά την ενηλικίωση. Υπάρχει βέβαια και η άποψη ότι σταθεροποιείται με την είσοδο του παιδιού στην εφηβεία. Στην πορεία αυτή, η έκθεση του παιδιού σε ποικιλία νέων τροφών με το πέρασμα του χρόνου διαδραματίζει σημαντικό ρόλο: μειώνεται σταδιακά ο αριθμός των καινούριων τροφίμων, άρα το παιδί γίνεται λιγότερο νεοφοβικό.
Υποτροπή
Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτο ότι και οι ηλικιωμένοι εμφανίζουν μια τάση αύξησης νεοφοβικής συμπεριφοράς. Βέβαια, δεν είναι ξεκάθαρο αν προσπαθούν να αποφύγουν τρόφιμα που δεν ξέρουν υπό το φόβο π.χ. γαστρεντερικών διαταραχών, ή αν η αναλογικά μικρή νεοφοβία στον νεώτερο πληθυσμό είναι αποτέλεσμα της εισαγωγής διαφόρων φαγητών από την παγκόσμια αγορά. Εξάλλου είναι γνωστό ότι οι αισθήσεις των ηλικιωμένων είναι αρκετά αμβλυμμένες, ώστε να μην μπορούν να ανιχνεύσουν και να διαφοροποιήσουν τη γεύση και το άρωμα των τροφίμων. Μια άλλη εξήγηση είναι ότι από τη στιγμή που η νεοφοβία σταθεροποιείται κάπως με την ενηλικίωση, η έκθεση – από εκεί και πέρα – σε νέα τρόφιμα μπορεί να μην προκαλεί πρόθυμη δοκιμή ή κατανάλωση του φαγητού.
Εικόνα vs. γεύσης
Η παρουσίαση ενός καινούριου τροφίμου μπορεί να προκαλέσει φόβο ή απόρριψη σ’ ένα παιδί. Με άλλα λόγια, η απόρριψη δεν προκαλείται από τη γεύση του φαγητού, κάτι που θα εμπεριείχε ήδη τον κίνδυνο δηλητηρίασης, αλλά από την όψη του. Τα άτομα που έχουν σε μεγαλύτερο βαθμό νεοφοβία, είναι πιο πιθανό να απορρίψουν τρόφιμα χωρίς να τα δοκιμάσουν, ακόμα και αν απουσιάζει το οπτικό ερέθισμα. Θεωρείται ότι οι προηγούμενες γευστικές εμπειρίες άλλων τροφίμων μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να απορριφθεί ή όχι ένα τρόφιμο. Για το λόγο αυτό, τα παιδιά σχηματίζουν πρότυπα του πώς πρέπει να φαίνεται, ίσως και να μυρίζει, ένα τρόφιμο για να είναι αποδεκτό. Αναπόφευκτα, αν το φαγητό είναι οικείο και αποδεκτό οπτικά, θα δοκιμαστεί από το παιδί. Η γεύση του θα αξιολογηθεί αντικειμενικά (θετική ή αρνητική) και θα συσχετιστεί με το οπτικό ερέθισμα.
Συναίσθημα και αισθητήριο
Συμμετοχή στη διαμόρφωση νεοφοβικής συμπεριφοράς φαίνεται να έχουν στοιχεία της προσωπικότητας του παιδιού, με πιο προφανή την αναζήτηση αισθητηριακής ικανοποίησης. Άτομα που από τη φύση τους ψάχνουν τις διαφορετικές γεύσεις, είναι πολύ πιο πρόθυμα να δοκιμάσουν νέα τρόφιμα. Αφετέρου, το άγχος, η νευρωτική συμπεριφορά και η εσωστρέφεια σχετίζονται θετικά με την τροφική νεοφοβία.
Η νεοφοβία εκφράζεται συχνά με συναισθήματα αποστροφής. Άτομα που συνδέουν καινούρια τρόφιμα με αποστροφή/ αηδία είναι λιγότερο πιθανό να τα δοκιμάσουν, τουλάχιστον μετά την ηλικία των 4 ετών, καθώς τα νεότερα παιδιά δεν επηρεάζονται σε τέτοιο βαθμό. Ανάλογα συναισθήματα υποκινούν τρόφιμα που έχουν (ή «φαίνονται» να έχουν) πικρή γεύση.
Ωστόσο, είναι απαραίτητο να κατανοήσουμε ότι ο όρος νεοφοβία αφορά την αποφυγή εναπόθεσης του τροφίμου στο στόμα. Μόλις το φαγητό εισέλθει στη στοματική κοιλότητα, η φοβία του συγκεκριμένου τροφίμου έχει στην ουσία ξεπεραστεί. Η αποδοχή της γεύσης, από εκεί και πέρα, συνιστά επιλεκτικό φαγητό και επιδέχεται εκπαίδευσης, σύμφωνα με τελευταία ερευνητικά δεδομένα.
Τι αποφεύγουν συνήθως;
Το μονοπάτι που ακολουθεί η νεοφοβική συμπεριφορά είναι σύμφωνο με τη συχνότητα των απροσδόκητων δηλητηριάσεων σε παιδιά, αλλά και με τη θεωρεία ότι αποτελεί εν γένει αυτοπροστατευτική μέθοδο. Ειδικά στα παιδιά μεταξύ 2-6 ετών, που γίνονται βαθμιαία πιο ανεξάρτητα και ικανά να αποφασίσουν μόνα τους τι θα βάλουν (ή όχι) στο στόμα τους. Αναφέρθηκε ότι όταν οι γονείς κλήθηκαν να καταγράψουν τα τρόφιμα που το παιδί τους αρνείται να φάει, τα μισά από αυτά ήταν λαχανικά. Κάτι που επιβεβαιώνει τη θεωρία ότι η νεοφοβική συμπεριφορά κατέχει έναν αυτοπροστατευτικό ρόλο. Οι τοξίνες που περιέχονται σε κάποια φυτά είναι δυνητικά επικίνδυνες. Οπότε η αποφυγή των λαχανικών μπορεί να εξηγηθεί περισσότερο υπό αυτό το πρίσμα.
Μια παρόμοια εξήγηση δίνεται και για την αποφυγή κρέατος ή αυγών. Τα ζωικά προϊόντα είναι πηγές βακτηρίων και για το λόγο αυτό είναι αντίστοιχα μεγαλύτερες πηγές κινδύνου από τα φυτά. Οι ενήλικες με τροφική νεοφοβία φαίνεται να αποφεύγουν περισσότερο τρόφιμα ζωικής προέλευσης, σε αντίθεση με τα παιδιά.
Έρευνες
Σε παιδιά 9-10 ετών με νεοφοβία, βρέθηκε ότι το φαγητό τους διακρινόταν από έλλειψη ποικιλίας και αυξημένη κατανάλωση κορεσμένου λίπους, παρότι δεν υπήρχε διαφορά στην κατανάλωση κρέατος, γαλακτοκομικών, ή στην ενεργειακή πρόσληψη.
Στα πλαίσια μιας πρόσφατης έρευνας, ζητήθηκε από 564 μητέρες νεοφοβικών παιδιών, ηλικίας 2-6 ετών, να περιγράψουν τη διατροφική συμπεριφορά των παιδιών τους, με τη βοήθεια ερωτηματολογίων. Βρέθηκε ότι υψηλά επίπεδα νεοφοβίας σχετίζονται με μικρή κατανάλωση φρούτων, λαχανικών και κρέατος. Αντίθετα, τα υψηλά επίπεδα νεοφοβίας δεν επηρέασαν την κατανάλωση γλυκών, σνακ, αμυλούχων τροφίμων και αυγών. Τα αποτελέσματα δεν διέφεραν, όταν συνυπολογίστηκε η γονεϊκή παρέμβαση.
Αντιμετώπιση
Η παρουσία τροφικής νεοφοβίας στους γονείς, η κοινωνικοοικονομική κατάσταση και το μορφωτικό τους επίπεδο παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της παιδικής διατροφικής συμπεριφοράς. Η επιρροή των γονιών αφορά κυρίως τις συνθήκες γεύματος (ατμόσφαιρα, σερβίρισμα, πίεση για φαγητό κ.α) και την κουλτούρα που μεταλαμπαδεύουν στα παιδιά τους. Ωστόσο, η τηλεόραση ως εικονικό περιβάλλον, μπορεί να υπερνικήσει πλέον τις γονεϊκές καταβολές και να επηρεάσει σημαντικά την τροφική επιλογή και τις συνήθειες των παιδιών. Κατά συνέπεια, πέραν της διατροφικής εκπαίδευσης των γονιών, κρίνεται απαραίτητο να ελέγχονται (διακριτικά) οι εικόνες που λαμβάνει το παιδί κατά την ανάπτυξή του, από την τηλεόραση ή το ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον. Θεωρείται λοιπόν, για όλα τα παραπάνω, ιδιαίτερα κρίσιμη η συμμετοχή των γονιών στην αντιμετώπιση της παιδικής νεοφοβίας.
Υπάρχουν δεδομένα που υποστηρίζουν ότι η νεοφοβία μπορεί να μειωθεί με την αλλεπάλληλη έκθεση στη γεύση συγκεκριμένων τροφίμων. Η συνεχής και επιτυχημένη εμπειρία από κάποιο τρόφιμο μειώνει την απροθυμία του παιδιού να το καταναλώσει. Θεωρείται ότι απαιτούνται περίπου 15 επιτυχημένες προσπάθειες για να ενταχθεί ένα καινούργιο τρόφιμο στη συνήθη διατροφή του παιδιού. Οι οδηγίες προς τους γονείς για την εφαρμογή τεχνικής της επαναλαμβανόμενης/ τακτικής γευστικής έκθεσης (κυρίως για λαχανικά, φρούτα, κρέας και αυγά) συνήθως βελτιώνουν τη διατροφή των μικρών παιδιών, που βρίσκονται σε κρίσιμη περίοδο για την ανάπτυξη καλών διατροφικών συνηθειών.
Κύριος παράγοντας απροθυμίας για δοκιμή ενός νέου τροφίμου είναι το αίσθημα της αποστροφής/ αηδίας. Για να περιορίσουμε την αποστροφή, πρέπει να παρουσιάζουμε/ σερβίρουμε τα νέα τρόφιμα με όμορφο και ευχάριστο τρόπο, αλλά και να υπερθεματίζουμε τη χαρά της προετοιμασίας και του μαγειρέματος.
Από την άλλη πλευρά, η πίεση για φαγητό δεν φέρνει ποτέ τα επιθυμητά αποτελέσματα. Ένας γονιός που θα πιέσει το παιδί να φάει κάποιο νέο τρόφιμο μπορεί να δημιουργήσει στο παιδί άσχημα συναισθήματα – μέσω της ματαίωσης για την απόρριψη του προσφερόμενου φαγητού ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο – που θα αποδοθούν στη συνέχεια στο φαγητό καθεαυτό. Η πίεση από τους γονείς μειώνει την ικανότητα των παιδιών να ρυθμίζουν την ενεργειακή τους πρόσληψη, αλλά και την κατανάλωση φρούτων και λαχανικών. Έχει αποδειχθεί μάλιστα ότι η γονεϊκή πίεση αυξάνει τη νεοφοβία.
Τέλος, στα πλαίσια ενός γεύματος,, η κοινωνική επαφή αποδεικνύεται ότι αυξάνει την κατανάλωση φαγητού. Μάλιστα, όσο περισσότεροι άνθρωποι συμμετέχουν σ’αυτό, τόσο μεγαλύτερη είναι η ποσότητα του φαγητού που θα καταναλωθεί. Η κοινωνική επαφή φαίνεται να μειώνει (άμεσα) τη διάρκεια έκφρασης της νεοφοβικής συμπεριφοράς. Για το λόγο αυτό, όσο περισσότεροι άνθρωποι γύρω από ένα παιδί δοκιμάζουν ένα νέο τρόφιμο, τόσο πιο πρόθυμο θα είναι το παιδί να το δοκιμάσει.
Είναι δεδομένο ότι το παιδί θα ακολουθήσει το παράδειγμα των γονιών και του περιβάλλοντός του. Άλλωστε, ο μιμητισμός στην παιδική ηλικία θεωρείται η απαρχή της εκπαίδευσης.
Γιώργος Μίλεσης, MSc
Διαιτολόγος – Διατροφολόγος
georgemiles9@gmail.com
[Ευεξία & Διατροφή/ Ελλην.’Ιδρυμα Γαστρεντερολογιας & Διατροφής 2009;36:36-9]